αγχιθανής

αγχιθανής
ἀγχιθανής, -ές (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στον θάνατο, ο ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + -θανής < θαν-, θ. αορ. β΄ τού θνήσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”